-
1 ἐρύκω
ἐρύκω (vgl. ἐρύω), fut. ἐρύξω, Il. 8, 178, aor. ἔρυξαν, 3, 113; ἤρυξε, Aesch. (vgl. ἀπερύκω), ἠρῡκακε, Il. 5, 321, öfter, ἐρυκακέειν, Od. 11, 104, wie sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 432, opt. auch ἐρύκοις [ ñ ñ-], Nic. Al. 536, – zurückhalten, anhalten, ἵππους – ἐρυκέμεν αὖϑ' ἐπὶ τάφρῳ Il. 11, 48, vgl. 3, 113; Fliehende zum Stehen bringen, 21, 7; μένος, den Ungestüm des Angriffs zurückhalten, hemmen, 8, 178, wie ϑυμόν, seine Neigung im Zaume halten, Od. 11, 105; ἕτερός με ϑυμὸς ἔρυκεν, ein anderer Entschluß, Gedanke ließ mich innehalten, Od. 9, 302; λαόν, das Kriegsvolk zurückhalten, daß es nicht kämpfe, Il. 24, 658, vgl. 23, 258; ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας, daß sie nicht herauskommen, Od. 19, 16; Gäste nicht fortlassen, sie bei sich verweilen lassen, ξείνισ' ἐνὶ μεγάροισιν ἐείκοσιν ἤματ' ἐρύξας Il. 6, 217, öfter in der Od.; πόντος πολλοὺς ἐρύκει ἀέκοντας, hält Viele wider ihren Willen fest, Il. 21, 59, wie τὸν δ' οἶον – Νύμφη πότνι' ἔρυκε Od. 1, 14; 7, 315. 9, 29. 15, 68. 17, 408; ἄμφω δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει Od. 8, 317; γῆ μιν ἐρύξει, die Erde wird ihn, den Todten, festhalten, Il. 21, 62; – abhalten, den Feind, Il. 15, 297 Od. 22, 138; τοὺς ἐπιόντας Her. 4, 125. 5, 15; ψευδέων ἐνιπάν Pind. Ol. 11, 5; μήτοι μ' ἔρυκε δρᾶν παρεσκευασμένον Eur. Heracl. 691; Sp. einzeln, wie D. Hal. 8, 85; – c. genit., μή με ἔρυκε μάχης, halte mich nicht ab vom Kampfe, Il. 18, 126; ἀλλά τις ϑεῶν αἰὲν Ἅιδα σφε δόμων ἐρύκει, hält ihn fern von Hades' Haus, Soph. Trach. 121; τὸν πόλεμον Μακεδονίας Pol. bei Suid.; – mit ἀπό, μηδέ σ' ἔρις κακόχαρτος ἀπ' ἔργου ϑυμὸν ἐρύκοι Hes. O. 28; ἐρυκόμενοι ἀπὸ τοῠ Ἀσωποῦ Her. 9, 49; ἀπ' ἐμαυτοῦ τὰ κακά Xen. An. 3, 1, 25; – τινί τι, Einem Etwas abwehren, λιμόν, κακόν, Od. 5, 166 Il. 15, 450. 17, 292; τὰ μὴ καλὰ νόσφιν Theocr. 7, 127; – c. inf., abhalten, Etwas zu thun, hindern, verwehren, τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεϑμός Pind. N. 4, 33; mit μή, ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ 'νατραπῆναι Aesch. Spt. 1067; οὔτοι τὸ δειλὸν – ϑανεῖν ἐρύκει με Eur. Herc. Fur. 317; sp. D., οὔτι ϑεοὺς λίσσεσϑαι ἐρύκω Ap. Rh. 2, 336; – ἐρύκων τἄλλα ἰχϑύδια, μὴ διαρπάσωσι τὸν γό νον Arist. H. A. 9, 37. – In ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει, Il. 10, 161, ein kleiner Raum hält sie ab, liegt auch trennt sie, hält sie aus einander. – Med. = act., κῦμά μιν ἐρύκεται Il. 12, 285. – Pass. zurückgehalten werden, zurückbleiben, Od. 4, 373. 466. 17, 17; zögern, säumen, Il. 23, 443; sp. D. auch c. int., ἐρυκόμενοι ἀνέμοισιν αὖϑι μένειν Ap. Rh. 4, 1256. – Bei Soph. Phil. 1138 ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται, was der Schol. erkl. ἀδείᾳ ὑπὸ τῶν ϑηρῶν ὁ τόπος κατασχεϑήσεται, dieser Platz wird nachlässig vertheidigt.
См. также в других словарях:
επιτέλλω — (I) ἐπιτέλλω (Α) 1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῑς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ. β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ… … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek